Είμαστε (με τους) αναπληρωτές...
του Κώστα Πετκόπουλου -Αναπληρωτής δάσκαλος
Πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η πορεία των εκπαιδευτικών, την Παρασκευή, στο κέντρο της Αθήνας, κεφάλια άνοιξαν, ξύλο έπεσε, χημικά και δακρυγόνα έριξαν οι αστυνομικές δυνάμεις, φυσικά, τα σχολεία έκλεισαν, και πάνω από όλα, οι γονείς αγχώθηκαν και, μέχρι κάποιο βαθμό, ίσως και να εκνευρίστηκαν.
Σήμερα, μάλιστα, συνεχίζεται ο αγώνας των αναπληρωτών για τον μόνιμο διορισμό τους, μέσω ενός δικαιότερου συστήματος κριτηρίων.
Στο σημείο αυτό, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να προσεγγίσουμε κάπως, το λόγο για τον οποίο εκνευρίστηκαν ή έστω αγχώθηκαν.
Διαβάζοντας κανείς σε διάφορες σελίδες στο Facebook ή σε διάφορα διαδικτυακά sites τους λόγους για τους οποίους επήλθαν σε αυτή την κατάσταση οι γονείς, αντιλαμβάνεται με έκπληξη, ίσως, ότι ο λόγος του εκνευρισμού τους δεν είναι ο προφανής -που αφορά στα επαγγελματικά τους δικαιώματα, στην προϋπηρεσία, στην επικείμενη απόλυση των δασκάλων των παιδιών τους και σε όλο τον χαμένο κόπο και χρόνο από τη ζωή τους ο οποίος αφιερώθηκε στα παιδιά τους και στις οικογένειές τους, αλλά στο ότι ήταν κλειστά τα σχολεία.
Και ήταν κλειστά τα σχολεία, από ποιους; από αυτούς που κάθονται τρεις μήνες το χρόνο, που κάθονται 15 μέρες τα Χριστούγεννα, που κάθονται σε γιορτές και αργίες κατά τη διάρκεια του χρόνου, που κάθονται 15 μέρες το Πάσχα και τέλος πάντων, τα σχολεία ήταν κλειστά από αυτούς που “κάθονται”....
Άρα, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι δάσκαλοι των παιδιών δεν είναι εργαζόμενοι, δεν είναι αποδεκτές των συνεπειών των μνημονίων, δε βιώνουν εργασιακή ανασφάλεια, ούτε εργάζονται με καθεστώς ελαστικών σχέσεων εργασίας, ούτε κινδυνεύει ο βιοπορισμός τους, όπως συμβαίνει σε ολόκληρη σχεδόν την υπόλοιπη κοινωνία, στους επιμέρους τομείς και κλάδους της εργασίας. Και όλα αυτά, δεν μπορούν να ισχύουν για το δάσκαλο, γιατί ο δάσκαλος είναι αυτός που “κάθεται”…
Γενικότερα, όμως, πέρα από αυτή την αντίληψη, παρατηρείται και μία περισσότερο εξειδικευμένη, κατά τομείς, απαξίωση της ίδιας της εργασίας του δασκάλου και της φύσης της.
Αν ένας δάσκαλος δεν βάζει εργασίες στο σπίτι στους μαθητές του, εγκαλείται από τους γονείς να δώσει το λόγο για αυτή του την πρακτική. Αν, από την άλλη, βάζει εργασίες για το σπίτι, τότε κατηγορείται ότι “φορτώνει” πολύ τα παιδιά και τρώει τον ελεύθερό τους χρόνο. Επίσης, αν ο δάσκαλος ενδιαφερθεί για τη συμπεριφορά ενός μαθητή και προσπαθήσει να τον “μορφώσει” και να τον “παιδεύσει”, τότε είναι που ελλοχεύει σοβαρά ο κίνδυνος επίπληξης από το γονέα -στην καλύτερη περίπτωση- ή δίωξής του στο πλαίσιο κάποιας ΕΔΕ, την οποία ο γονέας θα προκαλέσει εις βάρος του δασκάλου.
Από την άλλη πλευρά, αν μαθητές δεν μάθουν τρόπους ευγενείας , αν δεν μάθουν να είναι έντιμοι, να μη λένε ψέματα, να είναι συνεπείς, να μην βρίζουν, να μη σέβονται τους φίλους, τους ηλικιωμένους και τους δασκάλους τους, να μην έχουν οργάνωση, να μην πειράζουν τα πράγματα των άλλων και διάφορα άλλα τέτοια θέματα γενικότερης μόρφωσης, τότε, φταίει, πάλι, ο δάσκαλος που δεν τους τα έμαθε. Όλοι μας θα έχουμε ακούσει χαρακτηριστικά αυτό το περίφημο “ καλά, τι δάσκαλοι είναι αυτοί που έχετε; δεν σας μαθαίνουν τρόπους;”
Όπως ο δάσκαλος, λοιπόν, σε όλα αυτά χρειάζεται δίπλα του την αμέριστη συμπαράσταση και την κοινή -με τη δική του- κατεύθυνση του σπιτιού και της οικογένειας του μαθητή, έτσι χρειάζεται τις οικογένειες των μαθητών του, συμπαραστάτες στον αγώνα που δίνει για να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του.
Είναι η στιγμή, ίσως, όλη η κοινωνία να πρέπει να σταθεί στο πλευρό του Έλληνα εκπαιδευτικού. Ήρθε η ώρα, ίσως, η κοινωνία αυτή να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τον δάσκαλο του παιδιού της. Ήρθε η ώρα, ίσως, να επανεξετάσουμε το ρόλο των αξιών ως κοινωνία, για να μπορέσουμε να πάμε όλοι ένα βήμα μπροστά, Αντιμετωπίζοντας αυτού του είδους κρίσης, την κρίση των αξιών.
Στη ζωή όλα είναι θέμα επιλογών. Ορισμένες επιλογές, έχουν μεγάλο βάρος και ορίζουν την ίδια τη ζωή μας, από τη στιγμή που τις κάνουμε και μετά. Οι επιλογές, πάντως, που έχουν να κάνουν με τη στάση μας απέναντι σε αξίες, όπως το να στεκόμαστε δίπλα σε κάποιον που, πραγματικά, βάλλεται, αποτελούν ενδείξεις -ποιοτικές- μιας ανώτερης κοινωνίας. Αυτό είναι το στοίχημα που, με αφορμή τις διεκδικήσεις των δασκάλων των παιδιών της κοινωνίας αυτής, θα πρέπει κάθε μέλος της, μα και η ίδια, εν συνόλω, να κερδίσει.
Γονείς και εκπαιδευτικοί στην ίδια μεριά, στην ίδια ομάδα, φορώντας όλοι την ίδια φανέλα.