Αποφάσεις Συνεδρίου

 

Ποιοι είμαστε. Η ταυτότητά μας

 

            Η ΔΗ.ΣΥ. συγκροτήθηκε από όλα εκείνα τα συνδικαλιστικά στελέχη, τα μέλη και τους φίλους, που από την αρχή της πρόσφατης κρίσης (2010), επιβεβαιώνουν στην πράξη τις αρχές τους για έναν ακηδεμόνευτο, ανεξάρτητο από κομματικές ή άλλες επιρροές συνδικαλισμό, σε προοδευτική κατεύθυνση. Από αυτούς που σε δύσκολες στιγμές επέλεξαν έμπρακτα να μείνουν όρθιοι, ασυμβίβαστοι απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των μνημονίων, όποια κυβέρνηση κι αν τα ψήφιζε κάθε φορά. Από αυτούς που επέλεξαν να υπερασπίζονται ανυποχώρητα τα εργασιακά, τα μισθολογικά και τα ασφαλιστικά δικαιώματα των συναδέλφων. Από αυτούς που δεν ακολούθησαν τον εύκολο δρόμο του λαϊκισμού, της στείρας άρνησης, της μη κατάθεσης πρότασης για κανένα θέμα, της εξαλλότητας, της συνδικαλιστικής και πολιτικής ανθρωποφαγίας.

            Η εμπιστοσύνη των συναδέλφων στη συνεπή, αυτόνομη και δυναμική μας στάση, ο αγώνας μας για την ανάκτηση και διατήρηση της εργασιακής και κοινωνικής αξιοπρέπειας ήταν εκείνα τα στοιχεία που μας έπεισαν ότι είναι απαραίτητη μια ανασυγκρότηση που θα τονώσει την ενότητα και θα δώσει νέα δυναμική στη δράση μας.

            Έτσι ιδρύθηκε το 2011 η Δημοκρατική Συνεργασία, που αποτελεί συνέχεια της ΠΑΣΚ/ΠΕ, η οποία λειτούργησε επί τριάντα χρόνια στο χώρο των εκπαιδευτικών ΠΕ και η οποία έβαλε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στις μεγαλύτερες και τις πλέον ιστορικέςκατακτήσεις του κλάδου μας, όπως:

            Το Πανελλαδικό Συμβούλιο της ΠΑΣΚ/ΠΕ το 2011 με ομόφωνη ενυπόγραφη απόφασή του που κοινοποιήθηκε σε όλους τους εκπαιδευτικούς, αλλά και στα ΜΜΕ, διαχώρισε πλήρως τη θέση του από τις μνημονιακές πολιτικές που ασκούσε η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και προχώρησε σε Συνέδριο μέσα από το οποίο ιδρύθηκε η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ, η μεγάλη Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη στο χώρο των εκπαιδευτικών της ΠΕ.

            Στην παράταξή μας έχουν θέση όλοι οι δημοκράτες-προοδευτικοί εκπαιδευτικοί που σέβονται τις δημοκρατικές διαδικασίες, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης, που αγωνίζονται για μια υψηλού επιπέδου δημόσια εκπαίδευση, με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, στην υπηρεσία του λαού και του τόπου. Όλοι όσοι πιστεύουν ότι η στασιμότητα είναι ουσιαστικά οπισθοδρόμηση, όλοι όσοι πιστεύουν ότι μέσα από συλλογικούς αγώνες και διεκδικήσεις υπάρχει δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στα εκπαιδευτικά δρώμενα. Όλοι όσοι πιστεύουν στον δημοκρατικό διάλογο σεβόμενοι τις διαφορετικές απόψεις των άλλων. Όσοι δεν πιστεύουν ότι κατέχουν τη μοναδική αλήθεια ή ότι μόνο οι ίδιοι έχουν σωστές απόψεις. Όλοι όσοι δεν διακατέχονται από ξενοφοβικά και ρατσιστικά σύνδρομα. Όλοι όσοι αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη ως μια ουσιαστική υποχρέωση όλων και όχι ως ένα μέσο ικανοποίησης μικροπαραταξιακών και μικροπολιτικών συμφερόντων.

            Όλη αυτή την περίοδο των μνημονιακών πολιτικών είμαστε στην πρώτη γραμμή των αγώνων. Παρά το γεγονός ότι υποχωρήσαμε εκλογικά από την πρώτη στην τρίτη θέση και επανακάμψαμε στη δεύτερη, στο πρόσφατο συνέδριο της ΔΟΕ, η ατζέντα και οι θέσεις της Ομοσπονδίας έχουν σε σημαντικό βαθμό τη δική μας αντίληψη και πρακτική.

            Αγωνιστήκαμε και αγωνιζόμαστε για την προαγωγή της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, ως συλλογικών αξιών, ως στάση ζωής. Κινηθήκαμε και κινούμαστε με πνεύμα σύνθεσης απόψεων και συνεργασίας με μια θεώρηση υπεύθυνης στάσης, μετριοπάθειας και σύνθεσης των απόψεων για να έχουμε μια Ομοσπονδία σοβαρή και με κύρος.

            Το πλαίσιο των αξιών και των αιτημάτων μας για μισθούς και συντάξεις αξιοπρέπειας, για την αντιμετώπιση της ανεργίας, για τη στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, για ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα με κοινωνικά χαρακτηριστικά, είναι αυτό που συσπειρώνει τους εργαζομένους τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.

Η πορεία και οι παρεμβάσεις της παράταξης στο συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών Π.Ε. 2015-2017

            Τον Μάρτιο του 2015 οι νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες (υψηλές προσδοκίες για την εφαρμογή προοδευτικών πολιτικών και ανατροπή  αντιεκπαιδευτικών και αυταρχικών πολιτικών του παρελθόντος, φυγόκεντρες και τυχοδιωκτικές πρακτικές και συμπεριφορές συνδικαλιστικών στελεχών της παράταξης που "κατέβηκαν από το τρένο", προκειμένου να διασφαλίσουν την προσωπική τους διαδρομή εξασφαλίζοντας την ασυλία και την εύνοια των διαφόρων θυλάκων του νέου μπλοκ εξουσίας, σειρήνες που πίεζαν για την ενσωμάτωση της παράταξης σε διάφορα παράκεντρα δορυφόρων της ηγεσίας του υπουργείου παιδείας, συστηματική προσπάθεια πολιτικού λιθοβολισμού στελεχών της παράταξης, υποβάθμισης και υποτίμησης της θετικής και σημαντικής συμβολής στις κατακτήσεις του κλάδου διαχρονικά), που διαμορφώθηκαν ύστερα από την εκλογική νίκη και τη συνεργασία ετερόκλητων δυνάμεων (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας, κατέστη απόλυτα αναγκαίο, το Συνέδριο της παράταξης να αποσαφηνίσει το ιδεολογικό στίγμα της και την πολιτική και συνδικαλιστική της ταυτότητα και φυσιογνωμία με καθαρό, αξιόπιστο και συντεταγμένο δημοκρατικά τρόπο. Πιο συγκεκριμένα:

            Με το συνέδριο της παράταξης της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ, οι ιδεολογικές προτάξεις στη δεδομένη συγκυρία συνοψίστηκαν στα εξής:

            Η παράταξη στην περίοδο 2015-2018 με τη συντεταγμένη δημοκρατική συμμετοχική λειτουργία των οργάνων και των στελεχών της, την αξιοποίηση και τη δυναμική συστράτευση νέων εκπαιδευτικών μέσα από συνδιασκέψεις νέων στελεχών που οργάνωσε τα δύο τελευταία χρόνια (2016 και 2017), την αντίληψη μιας νέας συλλογικότητας που καλλιεργήθηκε και ενισχύθηκε ιδιαίτερα το διάστημα 2015-2017, κατάφερε όλη την παραπάνω περίοδο:

 

 

Η σημερινή πραγματικότητα:

1. Το "έργο" της Κυβέρνησης στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση  

            Η Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υποταγμένη πλήρως στις απαιτήσεις των δανειστών, υλοποιεί σήμερα εκείνα που χτες κατήγγειλε ως Αντιπολίτευση. Μειώνοντας τις δαπάνες για την Παιδεία, ιδιαίτερα στο χώρο της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, συντελεί συνειδητά στην υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και ιδιαίτερα στους τομείς της αντισταθμιστικής αγωγής όπως είναι το ολοήμερο νηπιαγωγείο, το ολοήμερο δημοτικό και τα σχολεία ΕΑΕΠ.

            Μέρα με τη μέρα αποδεικνύεται πως η σημερινή Κυβέρνηση ανέλαβε να κατεδαφίσει ότι απόμεινε όρθιο από το κοινωνικό κράτος και ιδιαίτερα στους τομείς της Παιδείας, της Υγείας και της Κοινωνικής ασφάλισης.

            Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ εκπαιδευτικών ΠΕ καταγγέλλει τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ:

            Οι μάσκες έχουν από καιρό πέσει! Οι πρώην δήθεν σκληροί και άκαμπτοι "θεματοφύλακες" των "ιερών" και των "οσίων" του λαού, έχουν μεταλλαχθεί σε νεοφιλελεύθερους υπηρέτες του συστήματος, χωρίς ιδέες, στόχους και στρατηγική οι οποίοι "ξεπουλούν" τα πάντα, αρκεί να συνεχίσουν να γεύονται την καταρρακωμένη και εξευτελισμένη ψευδαίσθηση της εξουσίας τους.

            Το ανάλγητο έργο τους στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ακόμα και στον πιο καλοπροαίρετο, να δώσει το παραμικρό άλλοθι. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, όταν:

 

 

2. Το "έργο" της Κυβέρνησης στο συνταξιοδοτικό των εκπαιδευτικών

 Για το 2017                  10%                                                                                                              

Για το 2018                  13,34%                                                                                                                             

Για το 2019                  16,67%                                                                                                                              

και από το 2020           20%

      (καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο συνολικά η εισφορά ασφαλισμένου             και εργοδότη , που ισχύει στον ιδιωτικό τομέα.)

 

 

3. Κριτική αποτίμηση της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (2015-2017)

            Τον Νοέμβριο του 2014 δημοσιεύτηκε το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την Παιδεία το οποίο περιείχε ποικίλες προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ενσωματώνοντας αρκετές  από τις θέσεις των εκπαιδευτικών οργανώσεων. Υποστηρίχτηκε ότι οι προτάσεις αυτές θα αποτελούσαν πολιτική πυξίδα για την εφαρμογή κυβερνητικής πολιτικής μετά τις εκλογές.

            Τριάμισι χρόνια συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόστηκε έφερε στην επιφάνεια όλες τις υπαρκτές αδυναμίες καθώς επίσης και τις λαϊκιστικές διακηρύξεις και αοριστίες ενός αντιμνημονιακού λόγου που οδήγησε στην εγκατάλειψη πολλών υποσχέσεων και διάψευση ελπίδων μιας διαφορετικής προοδευτικής πολιτικής.

            Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, για τα θέματα της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είχε ως κύρια χαρακτηριστικά:

            Στην ίδια περίοδο θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ως θετική εξέλιξη τη λήψη μιας σειράς μέτρων και αποφάσεων για θέματα Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με κυρίαρχο διαχειριστικό και διορθωτικό περιεχόμενο και κατά συνέπεια περιορισμένης εμβέλειας και σημασίας, όπως:

 

 

Οι θέσεις μας

 

1. Τα ευρύτερα δημοσιοϋπαλληλικά μας αιτήματα

Η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα αποτελεί, δυστυχώς, βασικό χαρακτηριστικό των εξελίξεων στην Ευρώπη, που είχαν ως συνέπεια την υποχώρηση του κράτους πρόνοιας, συστατικού στοιχείου του Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, που βιώνει μια σταδιακή απορρύθμιση. Σ’ αυτό το πλαίσιο το δημόσιο βάλλεται απαξιούμενο, ως έννοια, υπό την επίκληση και διόγκωση των παθογενειών του, αντί της αναζήτησης των γενεσιουργών αιτιών τους και της αντιμετώπισής τους, με στόχο τη βελτίωση και την ενίσχυση των όρων λειτουργίας του.

Η στοχευμένη απαξίωση του δημόσιου τομέα στηρίζεται στην επίκληση της αντιπαραγωγικότητάς του, που, ωστόσο, αποτελεί διαχρονικό δημιούργημα των πολιτικών όσων σήμερα χρησιμοποιούν το επιχείρημα αυτό, ως άλλοθι για την απαξίωσή του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι τα πρώτα μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο τη κρίσης, είχαν ως στόχο τον δημόσιο τομέα και το ανθρώπινο δυναμικό του με επιχειρήματα που αποσκοπούσαν στη δημιουργία κοινωνικού αυτοματισμού σε βάρος τους.

Στη χώρα μας, ο δημόσιος τομέας και ιδιαίτερα οι πυλώνες του κοινωνικού κράτους (παιδεία-υγεία-κοινωνική ασφάλιση) υπέστησαν στα χρόνια των μνημονίων τις μεγαλύτερες περικοπές. Οι μισθοί των εργαζομένων στο δημόσιο έχουν μειωθεί μέχρι και 40%, έχουν αποχωρήσει περίπου 400.000υπάλληλοι από το 2010 μέχρι σήμερα (ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στο δημόσιο από 936.000 το 2010, σήμερα είναι 563.000, συμπεριλαμβανομένων και των ένστολων), χωρίς να αντικατασταθούν. Η πρωτοφανής αυτή μείωση έχει τραγικές συνέπειες στην υγεία, στην παιδεία και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, που έχουν άμεση σχέση με τον πολίτη.

Στην εκπαίδευση έχουν αποχωρήσει περίπου 30.000 εκπαιδευτικοί και δεν έχει προσληφθεί ούτε ένας. Είναι προφανές ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ – παρά τα όσα δημόσια λέει – έχει συμφωνήσει με την Τρόικα να συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο το προσωπικό της εκπαίδευσης, όχι με απολύσεις, αλλά με τη μέθοδο των μη προσλήψεων. Δεν εξηγείται αλλιώς γιατί η Κυβέρνηση δεν κάνει προσλήψεις ούτε με το 1:4, ούτε με το 1:3 που προβλέπουν τα μνημόνια. Ο δημόσιος τομέας εξακολουθεί να είναι στο στόχαστρο της Τρόικας, της Κυβέρνησης, αλλά και του ΣΕΒ, ο οποίος σε κάθε ανακοίνωσή του ζητά την περαιτέρω συρρίκνωσή του κατά 150.000 προσωπικό ακόμη.

 

 

Οι εξελίξεις στο ασφαλιστικό, στο μισθολόγιο, στις προσλήψεις και στην κινητικότητα

 

Ασφαλιστικό

Οι παρεμβάσεις της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας ξεκίνησαν με την ψήφιση του Ν.4336/15 (τρίτο μνημόνιο), με τον οποίο αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας για όλους τους ασφαλισμένους (σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα) στα 67 χρόνια. Στη συνέχεια ψηφίστηκε ο Ν.4387/16 – ο γνωστός νόμος Κατρούγκαλου – που κατεδάφισε πλήρως το ασφαλιστικό σύστημα και οδήγησε σε πρωτοφανείς μειώσεις συντάξεων. Οι κύριες συντάξεις μειώνονται μέχρι και 40% τον μήνα, οι δε επικουρικές εξαϋλώνονται.

Είναι χαρακτηριστικό ότι με 35 χρόνια υπηρεσίας ένας εργαζόμενος θα λάβει ανταποδοτική σύνταξη 33,81%, δηλαδή με 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές θα λάβει 338 ευρώ κύρια σύνταξη, στην οποία προστίθενται και τα 384 ευρώ της εθνικής, ενώ με τον προηγούμενο νόμο Ν.3863/2010 (νόμος Λοβέρδου-Κουτρουμάνη) το ποσοστό αναπλήρωσης έφτανε το 45,85%, δηλ. 458 ευρώ + 360 ευρώ εθνική σύνταξη. Στα 40 χρόνια υπηρεσίας το ποσοστό αναπλήρωσης είναι 43,8% ή 438 ευρώ σύνταξη, ενώ με τον Ν. 3863/2010 – τον οποίο ζητούσαμε να καταργηθεί – το ποσοστό έφτανε στο 60%, δηλ. 600 ευρώ + 360 ευρώ εθνική σύνταξη. Σημειωτέον ότι οι μειώσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες, τώρα, αφού οι συντάξιμες αποδοχές με τον Ν.4387/16  υπολογίζονται στο σύνολο του εργασιακού βίου, ενώ με το προηγούμενο σύστημα ο ασφαλισμένος για τα χρόνια υπηρεσίας μέχρι το 2007 έβγαινε στη σύνταξη με το 80% του τελευταίου μισθού, για τα χρόνια υπηρεσίας από το 2007-2013 με το 70% του μισθού της τελευταίας πενταετίας και για τα χρόνια υπηρεσίας από το 2013 και μετά με τον νόμο Λοβέρδου, δηλ. με 45,75% στα 35 χρόνια ή 60% στα 40 χρόνια υπηρεσίας. Παρακάτω φαίνεται πίνακας με τα ποσοστά αναπλήρωσης.

Ποσοστά αναπλήρωσης Ν.4387/16 – Ποσό σύνταξης με συντάξιμο μισθό 1.000 ευρώ

Έτη Υπηρεσίας

Ποσοστό (%)

Συνολικό Ποσοστό (%)

Κύρια Σύνταξη (€)

0-15

0,77

11,55

115,5

15-18

0,84

14,07

140,7

18-21

0,90

16,77

167,7

21-24

0,96

19,65

196,5

24-27

1,03

22,74

227,4

27-30

1,21

26,37

263,7

30-33

1,42

30,63

306,3

33-36

1,59

35,4

354,0

36-39

1,80

40,8

408,0

39-42

2

46,8

468,0

35

 

33,81

338,1

40

 

43,8

438

Σημείωση: Οι μειώσεις είναι της τάξης των 350, περίπου, ευρώ στις κύριες συντάξεις στα 35 χρόνια υπηρεσίας.

Σαν να μην έφτανε αυτό η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εξαπάτησε κυριολεκτικά, 3.000.000 παλαιούς ασφαλισμένους διαβεβαιώνοντάς τους ότι οι όποιες μειώσεις υπάρξουν, από τον επανυπολογισμό των συντάξεων, θα διατηρηθούν ως προσωπική διαφορά. Η προσωπική διαφορά καταργείται από 1/1/2019 με βάση το 4ο μνημόνιο που ψήφισαν και οι μειώσεις στους παλαιούς ασφαλισμένους θα είναι και γι’ αυτούς της τάξης των 350 ευρώ τον μήνα.

Οι επιπτώσεις του Ν.4387/16 είναι ιδιαίτερα επαχθείς για τη νέα γενιά, η οποία εργάζεται με μισθούς 400 ευρώ, και με συντάξιμες αποδοχές 400 ευρώ η ανταποδοτική σύνταξη που θα λάβουν θα είναι 135 ευρώ!! Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και στις επικουρικές συντάξεις, οι οποίες ουσιαστικά εξαϋλώνονται.

Για το εφάπαξ καθιερώθηκε νέος μαθηματικός τύπος, με τον οποίο οι μειώσεις κυμαίνονται από 18-20%, τα δε μερίσματα του Μ.Τ.Π.Υ. μειώνονται κατά 30%.

Μπροστά σ’ αυτή τη λαίλαπα, που ο νόμος-σφαγείο του Κατρούγκαλου έφερε, διεκδικούμε:

Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι οι δραματικές επιπτώσεις του νόμου Κατρούγκαλου στη ζωή των εργαζομένων φαίνονται και από τον αριθμό των συναδέλφων που συνταξιοδοτήθηκαν (το 2017 είναι 175, το 2016 ήταν 219, ενώ το 2015 ήταν 1309). Συνολικά, δε, στο Δημόσιο οι συνταξιοδοτήσεις από 10.000 το 2015, μειώθηκαν στις 1500 το 2016. Ουσιαστικά κανείς πλέον, δεν μπορεί να φύγει στη σύνταξη πριν τα 67, αφού η μείωση που θα έχει στις αποδοχές του θα είναι μεγαλύτερη από 45%.

 

 

Μισθολόγιο

Οι περικοπές στους μισθούς μας ξεκίνησαν με το πρώτο μνημόνιο και οι μεγαλύτερες έγιναν με τον Ν.4024/2011 (νόμος Βενιζέλου για μεσοπρόθεσμο), με τον οποίο μειώθηκαν δραματικά οι μισθοί και καταργήθηκε ο 13ος και 14ος μισθός. Η μεγαλύτερη μείωση έγινε στους νέους συναδέλφους και ο μισθός του νεοεισερχόμενου εκπαιδευτικού έπεσε στα 619 ευρώ.

Συνολικά οι περικοπές των μνημονίων από το 2010 μέχρι σήμερα στους μισθούς των εργαζομένων στο δημόσιο φτάνουν τα 10 δις ευρώ. η μισθολογική δαπάνη, που το 2010 ήταν 25 δις για το δημόσιο, σήμερα είναι 15 δις. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αντί να αντιστρέψει αυτήν την κατάσταση ψήφισε τον Δεκέμβρη του 2015 – σε υλοποίηση του τρίτου μνημονίου -  τον Ν.4354/15 για το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων και των εκπαιδευτικών. Με αυτόν τον νόμο επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τη δεινή οικονομική μας κατάσταση, αφού αυξήθηκαν τα κλιμάκια σε 19 και πάγωσαν τη μισθολογική εξέλιξη για τα έτη 2016-2017. Η διετία αυτή – ένα μισθολογικό κλιμάκιο – χάνεται οριστικά και δεν θα υπολογίζεται για τη μισθολογική μας εξέλιξη, ούτε όταν καιαν ξεπαγώσει το μισθολόγιο του 2015 από 1/1/2018.

Η Κυβέρνηση με το μισθολόγιο του 2015 έκανε ουσιαστικά εξοικονόμηση 2 δις ευρώ, αφού οι αυξήσεις που θα παίρναμε όλοι στους μισθούς μας αν απλά ξεπάγωνε ο νόμος Ν.4024/11 θα ήταν της τάξης των 100-150 ευρώ τον μήνα, με βάση την κατάταξη μας και τα χρόνια υπηρεσίας μας, ενώ με αυτό το μισθολόγιο ελάχιστοι πήραν πενιχρή αύξηση.

Είναι προφανές ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων το χρησιμοποίησε για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους – λέγοντας ότι επανακατέταξε όλους με βάση τα έτη υπηρεσίας – αφού επί της ουσίας αντί να αυξήσει το μισθολογικό κόστος, το μείωσε με την αύξηση των κλιμακίων, τα οποία για να εξαντλήσει κάποιος πρέπει να φτάσει στα 40 χρόνια υπηρεσίας, ενώ με όλα τα προηγούμενα μισθολόγια τα εξαντλούσε στα 35 χρόνια.

Μπροστά σ’ αυτήν τη συρρίκνωση των αποδοχών μας –κατά 40% ή και πλέον– που έγινε τα χρόνια των μνημονίων και για την αποκατάσταση των απωλειών του εισοδήματός μας,

            Διεκδικούμε:

 

 

Προσλήψεις – Κινητικότητα

 

α) Προσλήψεις

Ο μεγαλύτερος εμπαιγμός τον οποίο υφίστανται οι 150.000 αδιόριστοι και αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι στο ζήτημα των μόνιμων διορισμών. Αρχικά επί Μπαλτά-Κουράκη είχαν ανακοινωθεί 7.000 μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών, στη συνέχεια επί Φίλη-Γαβρόγλου 20.000 (!!!) και δεν έκαναν ούτε έναν.Το τριετές, δήθεν, σχέδιο που ανακοίνωσε ο Φίλης δεν υπήρξε ποτέ, όπως προέκυψε από τις συναντήσεις που έγιναν με την κ. Γεροβασίλη.

Από την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση έχουν αποχωρήσει περίπου 20.000 εκπαιδευτικοί τα τελευταία 7 χρόνια και δεν έχει γίνει ούτε ένας μόνιμος διορισμός. Η λειτουργία των σχολείων στηρίζεται στους αναπληρωτές, οι οποίοι καλύπτουν πλέον οργανικά κενά και έχουν μέχρι και 16 χρόνια προϋπηρεσίας, ως αναπληρωτές. Τα χρήματα για τις προσλήψεις των αναπληρωτών είναι κατά 80% από το ΕΣΠΑ, καθότι ο κρατικός προϋπολογισμός δίνει μόνο 2.000 πιστώσεις κάθε χρόνο. Περικόπτονται, δε, χρήματα και από το Π.Δ.Ε. – που είναι για τις υποδομές – για να γίνουν προσλήψεις.

Η ίδια κατάσταση επικρατεί σε όλο το δημόσιο, από το οποίο έχουν αποχωρήσει τα τελευταία 7 χρόνια πάνω από 400.000 δημόσιοι υπάλληλοι και δεν έχει προσληφθεί κανείς. Η συγκυβέρνηση δεν εφαρμόζει στις προσλήψεις ούτε το 1:4 ή το 1:3 που προβλέπουν τα μνημόνια.

Η κ. Γεροβασίλη είχε δηλώσει πέρυσι (το 2016) ότι με βάση το 1:4 θα γίνουν τουλάχιστον 2.500 προσλήψεις στο δημόσιο και για την εκπαίδευση θα υπάρξει ειδικό πρόγραμμα σε συνεργασία με τον Υπουργό Παιδείας. Τίποτε από αυτά δεν έχει γίνει. Ούτε μία προκήρυξη, ούτε μία πρόσληψη μόνιμου προσωπικού. Ο κ. Βερναρδάκης μάλιστα – στο πλαίσιο του εμπαιγμού των εκπαιδευτικών – είχε δηλώσει (Μάρτης 2016) σε ραδιοφωνικό σταθμό ότι μέσα σε μια βδομάδα θα έβγαινε η προκήρυξη για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού στην εκπαίδευση. Τέτοια προκλητική κοροϊδία!

Το ζήτημα των προσλήψεων μόνιμου προσωπικού στην εκπαίδευση είναι κορυφαίο, γι’ αυτό και έχουμε ζητήσει να είναι πρώτο στο διεκδικητικό πλαίσιο του κλάδου. Κι αυτό γιατί συνδέεται, πρωτίστως, με την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Δεν είναι δυνατόν το 20% των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση να είναι συμβασιούχοι – μέχρι και 16 χρόνια – να αλλάζουν κάθε χρόνο τον τόπο που υπηρετούν και να μην έχουν πλήρη εργασιακά δικαιώματα.

            Διεκδικούμε:

 

β) Κινητικότητα

Ο νόμος για την κινητικότητα – Ν.4440/16 – προβλέπει τη δυνατότητα μετάταξης ή απόσπασης υπαλλήλων από ένα υπουργείο σε άλλο ή από έναν φορέα σε άλλον. Γίνεται τρεις φορές τον χρόνο και οι φορείς που έχουν κενά τα υποβάλλουν στην Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας, η οποία, αφού τα εγκρίνει, τα ανακοινώνει και οι υπάλληλοι υποβάλλουν στη συνέχεια τις αιτήσεις για την κάλυψή τους.

Για τους εκπαιδευτικούς η κινητικότητα ισχύει μόνο για τις διοικητικές θέσεις κι αυτό με την προϋπόθεση ότι θα αποδεσμευθούν πρώτα από το Υπουργείο Παιδείας.

Οι μετατάξεις από την Πρωτοβάθμια στη Δευτεροβάθμια  (σε θέση εκπαιδευτικού) εξακολουθούν να γίνονται με τον ίδιο τρόπο, μέσω των ΚΥΣΠΕ δηλαδή.

Το θέμα της έλλειψης προσωπικού στο Δημόσιο, η Κυβέρνηση προσπαθεί να το λύσει εμβαλωματικά. Γι’ αυτό και ψήφισε τον Ν.4440/16, για την κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων – αφορά και τους εκπαιδευτικούς για διοικητικές θέσεις – θεωρώντας ότι υπάρχουν περισσεύματα σε κάποιες υπηρεσίες, προκειμένου να καλυφθούν με την κινητικότητα τα κενά. Με την πρώτη εφαρμογή του νόμου διαψεύσθηκαν και οι προσδοκίες της. Γιατί πώς αλήθεια θα καλυφθούν τα 30.000 κενά στην Παιδεία, τα 20.000 στην Υγεία, τα χιλιάδες κενά στα ασφαλιστικά ταμεία κλπ, αν δεν γίνουν προσλήψεις;

Το σημαντικότερο θέμα που πρέπει να αντιμετωπισθεί στον νόμο της κινητικότητας είναι η τροποποίηση του άρθρου 7, που αναφέρεται στη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων από τριμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τρεις Διευθυντές, για κάλυψη θέσης με μετάταξη ή απόσπαση από την υπηρεσία υποδοχής. Η τριμελής αυτή επιτροπή πρέπει να γίνει πενταμελής και να συμμετέχουν σ’ αυτή και οι αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων, αφού οι μετατάξεις και οι αποσπάσεις (της κινητικότητας) είναι υπηρεσιακές μεταβολές.

 

 

2. Εκπαιδευτικά θέματα

 

Δαπάνες για την Παιδεία

            Το αίτημα για αύξηση των δαπανών για την Παιδεία στο ύψος του 5% επί του Α.Ε.Π., ως πρώτο βήμα προσέγγισης του Ευρωπαϊκού Μέσου Όρου, ιεραρχείται ως ιδιαίτερα στις διεκδικήσεις μας. Οι δαπάνες που διατίθενται από τον προϋπολογισμό για την Παιδεία έχουν άμεση σχέση με την ποιότητά της.

            Η αύξηση των δαπανών για την Παιδεία θα διασφάλιζε σύγχρονες υποδομές, εκσυγχρονισμό αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων, καθώς και προγραμμάτων σπουδών, καινοτόμα προγράμματα και στήριξη της έρευνας, υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικούς και προπάντων στήριξη της Δημόσιας Δωρεάν παρεχόμενης Εκπαίδευσης ως ανταπόδοση της φορολόγησης του Έλληνα πολίτη, καθιστώντας τη χώρα μας κέντρο εκπαίδευσης της ευρύτερης περιοχής.

            Σήμερα η συνεχιζόμενη μείωση των δαπανών για την Παιδεία συνεπάγεται τη συρρίκνωση των Πολιτικών Αντισταθμιστικής Αγωγής (Ολοήμερο Σχολείο, Τάξεις Υποδοχής, Τμήματα Ένταξης, Ενισχυτική Διδασκαλία, αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό κλπ) και γενικότερα της ποιότητας της εκπαίδευσης.

            Με τους προϋπολογισμούς των τελευταίων ετών μειώθηκαν ακόμη περισσότερο οι δαπάνες για την Παιδεία. Τα τελευταία χρόνια, οι μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών είναι ανύπαρκτοι και οι προσλήψεις αναπληρωτών συρρικνωμένες, οδηγώντας στην ανεργία χιλιάδες συναδέλφους μας.

            Οι δαπάνες για τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων είναι ανύπαρκτες. Το πρόγραμμα σχολικής στέγης για μια άλλη χρονιά είναι παγωμένο μιας και δεν προβλέπεται ούτε ένα ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Χωρίς τα απαραίτητα κονδύλια δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μια σειρά από αιτήματα που συντελούν στην αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης.

Διεκδικούμε:

 

 

Υπηρεσιακές μεταβολές

Διορισμοί

            Κυρίαρχο ζήτημα για την παράταξή μας είναι η πραγματοποίηση μονίμων διορισμών, προκειμένου να καλυφθούν τα χιλιάδες οργανικά κενά που υπάρχουν. Τα τελευταία χρόνια ο χώρος της Παιδείας έχει πληγεί περισσότερο από κάθε άλλον, εξαιτίας των μνημονιακών πολιτικών. Ενώ χιλιάδες εκπαιδευτικοί συνταξιοδοτήθηκαν χωρίς να τηρηθούν ούτε καν οι μνημονιακές δεσμεύσεις 1:5, οι διορισμοί παραμένουν μηδαμινοί.

 

Μεταθέσεις – Αποσπάσεις

            Οι υπηρεσιακές μεταβολές των εκπαιδευτικών (μεταθέσεις – αποσπάσεις – μόνιμοι διορισμοί – προσλήψεις αναπληρωτών κλπ.) είναι πάρα πολύ σημαντικό κεφάλαιο γιατί επηρεάζουν τη ζωή των εκπαιδευτικών και έχουν επιπτώσεις στην καλύτερη λειτουργία του Σχολείου.

            Η παράταξη μας πάντα θεωρούσε ότι οι υπηρεσιακές μεταβολές πρέπει να διέπονται από τις αρχές της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της δικαιοσύνης μεταξύ των συναδέλφων. Διεκδικούμε:

 

 

 

Προσχολική εκπαίδευση

            Οι σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν την προσχολική ηλικία την πιο κρίσιμη ηλικία στη ζωή ενός ανθρώπου. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι αναπτύσσουν όχι τόσο τις γνωστικές δεξιότητές τους, αλλά τον συναισθηματικό τους κόσμο. Αναπτύσσουν τη γλώσσα και τη νοημοσύνη τους με τρόπους που δεν μπορούν να αναπληρωθούν αργότερα. Ως εκ τούτου, η αγωγή και η εκπαίδευση που λαμβάνουν θεωρείται πολύ μεγάλης σημασίας.

            Κατά τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, το ανθρώπινο μυαλό "χτίζει" τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν τα επόμενα στάδια της κοινωνικής και επαγγελματικής πορείας ενός ανθρώπου: την ικανότητα της εστίασης, την παρακίνηση, τον αυτοέλεγχο και την κοινωνικότητα.

            Τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν σε έναν κόσμο, όπου απαιτείται ευέλικτη διαχείριση και αντιμετώπιση αλλαγών, ραγδαίων εξελίξεων και σύνθετων καταστάσεων που αφορούν διάφορες πλευρές της σύγχρονης ζωής. Γι αυτό η εκπαίδευση καλείται να εφοδιάσει τα παιδιά με τις απαραίτητες "βασικές ικανότητες" (επικοινωνία, δημιουργική και κριτική σκέψη, προσωπική ταυτότητα και αυτονομία, κοινωνικές ικανότητες, ικανότητες που σχετίζονται με την ιδιότητα του πολίτη) οι οποίες αποτελούν σκοπούς του προγράμματος σπουδών στο νηπιαγωγείο.

            Η προσχολική αγωγή αποτελεί μια από τις βασικότερες προϋποθέσεις της κοινωνικής ευημερίας, του περιορισμού των ανισοτήτων και της ανάπτυξης. Δίκαια λοιπόν θεωρείται μια από τις καλύτερες επενδύσεις που μπορεί να κάνει ένα κράτος. Τα παιδιά προέρχονται από διαφορετικές μορφές οικογένειας και ταυτόχρονα είναι πολίτες της δικής τους κοινότητας και του ευρύτερου κόσμου. Αυτή η διαφορετικότητα εμπεριέχει δημογραφικές διαστάσεις όπως φύλο, ηλικία, εθνική ή τοπική προέλευση, κοινωνικοοικονομικές ομάδες, μητρική γλώσσα και ειδικές ανάγκες καθώς και διαστάσεις που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, όπως εμπειρίες, ενδιαφέροντα, φίλοι, αξίες, στάσεις, τρόπο σκέψης και μαθησιακό στυλ.

            Μια από τις προτεραιότητες του προγράμματος σπουδών για το νηπιαγωγείο είναι να προωθήσει την αναγνώριση και τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Η μάθηση και η διδασκαλία μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο αντανακλάται σε μια παιδαγωγική που αποδέχεται ως «πλεονέκτημα» τις ποικίλες οικογενειακές και κοινωνικοπολιτισμικές εμπειρίες των μικρών παιδιών, αντιμετωπίζει τα παιδιά με διαφορετικά μαθησιακά προφίλ ως παιδιά ικανά να μαθαίνουν με διαφορετικούς τρόπους και όχι ως παιδιά περιορισμένων ικανοτήτων, αξιοποιεί διαφορετικές εμπειρίες των παιδιών στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και τους δίνει την ευκαιρία να τις μοιραστούν με τους άλλους, εξασφαλίζοντας έτσι οφέλη για όλους.

            Η προσχολική εκπαίδευση παίζει καθοριστικό ρόλο στη μετάβαση των παιδιών στο δημοτικό σχολείο. Αυτή η χρονική περίοδος θεωρείται μια από τις κρισιμότερες της παιδικής ηλικίας. Κατά τη διάρκεια της παρατηρούνται ιδιαίτερα έντονες αλλαγές τόσο στην προσωπικότητα του παιδιού όσο και στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, εκθέτοντας το σε μια μεγάλη ποικιλία απαιτήσεων γνωστικών, συναισθηματικών και κοινωνικών, στις οποίες καλείται να απαντήσει βάσει καθορισμένων προδιαγραφών. Οι αλλαγές αυτές συμπεριλαμβάνουν την αύξηση του αριθμού των μαθητών μέσα στην τάξη, μεγαλύτερο χρονικό διάστημα παραμονής μέσα στην τάξη, αλλαγή στον τύπο και τον βαθμό της εμπλοκής των γονέων, αύξηση προσδοκιών για ατομική εργασίας, λιγότερη ατομική βοήθεια, διαφορετικό περιεχόμενο προγράμματος. Η προσαρμογή του παιδιού στις νέες αλλαγές, κατά τη διάρκεια αυτής της σχολικής περιόδου μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην περαιτέρω ακαδημαϊκή εξέλιξη του παιδιού, την κοινωνικοποίηση του αλλά και στη διαμόρφωση βαθύτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του.

            Τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν την ομαλή μετάβαση των νηπίων στο δημοτικό σχολείο είναι:

            Η συνέχεια και η σταθερότητα στους προτεινόμενους παιδαγωγικούς σκοπούς και η σύμπτωση απόψεων νηπιαγωγείου, δημοτικού και γονέων στις βασικές θέσεις αγωγής μπορούν να εγγυηθούν την αποφυγή ρηγμάτων κατά τη διαδικασία της μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο. Κατά συνέπεια το νηπιαγωγείο διαδραματίζει καθοριστικό μεσολαβητικό ρόλο στην προσαρμογή του παιδιού και έχει ως στόχο να υποβοηθήσει τα νήπια να υιοθετήσουν μια θετική στάση απέναντι στο κόσμο του σχολείου.

            Διεκδικούμε:

 

 

Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση

            Στην εκπαίδευση, διαχρονικά, διαρκώς καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με την αγωγή και εκπαίδευση των παιδιών με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες.

            Βασικά ερωτήματα αποτελούν :

            Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δίνει πολλές φορές και την απάντηση στο ερώτημα τι είδους κοινωνία είμαστε και τι είδους κοινωνία θέλουμε να είμαστε. Αν και όλες οι απαντήσεις θα πρέπει να έχουν ως κατευθυντήριο κορμό τους λογικές " αποδοχής και ενσωμάτωσης " δυστυχώς υπάρχουν ή υποβόσκουν και λογικές "αδιαφορίας" και "απόρριψης".

            Πολλές από τις απαντήσεις, αν και θα έπρεπε να είναι αυτονόητες, αποτελούν ακόμη ζητούμενο.

            Ορισμένοι ίσως σπεύσουν να μας υπενθυμίσουν ότι για όλα αυτά υπάρχουν νόμοι που τα ρυθμίζουν. Αν δουν όμως την πραγματικότητα θα δουν μια σειρά από νόμους που με αποσπασματικό τρόπο προσπαθούν να ρυθμίσουν τα ζητήματα της Ειδικής Αγωγής και μια σειρά από προβλήματα που υπάρχουν στην Ελληνική Εκπαιδευτική πραγματικότητα και σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την Ειδική Αγωγή.

            Ως Δημοκρατική Συνεργασία κινούμαστε απολύτως ξεκάθαρα με κατευθυντήριο κορμό τις λογικές "αποδοχής και ενσωμάτωσης" με βασικούς στόχους τις ίσες ευκαιρίες, την ένταξη, την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης σε όλους τους εμπλεκόμενους και τη δυνατότητα ανάπτυξης προσωπικότητας, δεξιοτήτων και γνώσεων σε όλους τους μαθητές αδιακρίτως ώστε να μπορέσουν να γίνουν ενήλικες ενταγμένοι στην κοινωνία και ολοκληρωμένοι προσωπικά .

            Μιλώντας όμως για ίσες ευκαιρίες έχουμε βαθιά γνώση και συνείδηση ότι "οι μαθητές ξεκινούν από άνισες αφετηρίες". Το "άνισες αφετηρίες" σημαίνει πρακτικά ότι κάθε μαθητής έχει να διανύσει διαφορετική απόσταση μέχρι να φτάσει στον τερματισμό που είναι η επίτευξη του στόχου που τίθεται κάθε φορά.

            Ως Δημοκρατική Συνεργασία πιστεύουμε στον καταλυτικό ρόλο του εκπαιδευτικού που πηγάζει από την επιστημονική του κατάρτιση και από το δημοκρατικό εργασιακό περιβάλλον το οποίο θα ενισχύει την παιδαγωγική ελευθερία και πρωτοβουλία.

            Θεωρούμε ότι χρειάζεται συνολικός επανασχεδιασμός των δομών της Ειδικής Αγωγής και της λειτουργίας τους. Να κρατήσουμε τα θετικά των υφιστάμενων και να απαλλαγούμε από παθογένειες.

            Χρειάζονται νέα αναλυτικά προγράμματα Ειδικής και Γενικής Αγωγής προσαρμοσμένα στις αρχές της συμπερίληψης. Προγράμματα που θα ενισχύουν και θα διευκολύνουν τη διαφοροποιημένη διδασκαλία σε μια τάξη που θα χωράει όλους τους μαθητές.

            Όλα θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα ενιαίο νόμο πλαίσιο κοινό για τη Γενική και Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Πρέπει να δοθεί τέλος στο νομοθετικό διαχωρισμό Ειδικής και Γενικής Αγωγής και Εκπαίδευσης αλλά και στη λογική του νομοθετικού κατακερματισμού και των διάσπαρτων τροπολογιών.     

            Με το κείμενό μας εστιαζόμαστε στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση καταθέτοντας προτάσεις στο διάλογο γνωρίζοντας ότι σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον όλες οι προτάσεις πρέπει να επαναξιολογούνται και να επικαιροποιούνται.

            Συγκεκριμένα προτείνουμε :

 

 

Ίδια δικαιώματα μόνιμων - αναπληρωτών εκπαιδευτικών

            Η παράταξή μας έχει τοποθετηθεί με ανακοινώσεις της και έχει ζητήσει στο παρελθόν την ισότιμη αντιμετώπιση μόνιμων κι αναπληρωτών. Είναι ανεπίτρεπτο οι αναπληρωτές να αντιμετωπίζονται ως εργαζόμενοι άλλης κατηγορίας. Η αναγκαιότητα μόνιμων διορισμών είναι επιτακτική.

            Μέχρι αυτό να γίνει εφικτό είναι αναγκαία η ισότιμη μεταχείριση αναπληρωτών και μονίμων σε όλα τα επίπεδα. Συγκεκριμένα:

 

 

Επιμόρφωση

            Η επιμορφωτική πολιτική όπως αναπτύχτηκε και διαμορφώθηκε την τελευταία εικοσαετία εκτιμούμε ότι υπήρξε πενιχρή ως προς την χρηματοδότηση, επιφανειακή, αποσπασματική, ασυνεχής, γραφειοκρατική, ομοιόμορφη και τυποποιημένη, ενταγμένη σε ένα οργανωτικό σχεδιασμό εξυπηρέτησης της διοικητικής ιεραρχίας, συνολικά ευκαιριακή με στόχο να υπηρετεί συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Βασικά της χαρακτηριστικά ήταν ο σχολειοκεντρικός χαρακτήρας, η συγκεντρωτική λειτουργία, η διάσταση ανάμεσα στις πραγματικής ανάγκες των εκπαιδευτικών και στα εφαρμοζόμενα προγράμματα, οι ανεπάρκειες επιμορφωτικού υλικού, επιμορφωτών κ.α.

            Ο τρόπος διαμόρφωσης και το περιεχόμενο αυτής της επιμορφωτικής πολιτικής έχει οριστικά κλείσει τον κύκλο της. Απαιτούνται μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις και μέτρα συνολικής αλλαγής της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα της επιμορφωτικής πολιτικής έτσι ώστε άμεσα να προκύψουν και τα ανάλογα αποτελέσματα.

 

Βασικές αρχές και στόχοι μιας νέας επιμορφωτικής πολιτικής

Η επιμόρφωση:

Ειδικότερες προτάσεις:

 

 

Μετεκπαίδευση

Το ζήτημα της μετεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών βρίσκεται στο επίκεντρο του εκπαιδευτικού προβληματισμού, των αγώνων και των διεκδικήσεων του εκπαιδευτικού κινήματος από την ίδρυση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας το 1922.

Με τον Ν.2327/95 με τον οποίον τα Διδασκαλεία εντάχθηκαν στα Πανεπιστήμια διαμορφώθηκε μια νέα φιλοσοφία για την μετεκπαίδευση που έδωσε ουσιαστική έμφαση στη βελτίωση του έργου του εκπαιδευτικού και στην αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου.Η συγκεκριμένη  θεσμική αλλαγή στην φυσιογνωμία του θεσμού της μετεκπαίδευσης έγινε δεκτή από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας με ιδιαίτερη ικανοποίηση για τους ακόλουθους λόγους: Αποτελούσε θετική υπέρβαση με την έννοια της απαγκίστρωσης του θεσμού από τον κρατικό έλεγχο

Με βάση όλα ταπαραπάνω και με δεδομένη την αναγκαιότητα επαναλειτουργίας του θεσμού, διατυπώνουμε ως παράταξη μια σειρά από προτάσεις, θέσεις και προβληματισμούς, για το ζήτημα της μετεκπαίδευσης λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της κοινωνικοπολιτικής και εκπαιδευτικής συγκυρίας που διανύουμε.

 

 

Σκοπός της μετεκπαίδευσης

            Η μετεκπαίδευση οφείλει να συμβάλλει στην καλλιέργεια της αναστοχαστικής στάσης του εκπαιδευτικού απέναντι στον πολυδιάστατο χαρακτήρα της διαρκώς μεταβαλλόμενης κοινωνίας, στη διερεύνηση της ικανότητάς του να αξιοποιεί τις νέες επιστημονικές γνώσεις στην κατάκτηση δεξιοτήτων για την επιλογή αποτελεσματικών λύσεων απαντήσεων στις προκλήσεις που η σύνθετη σχολικής πραγματικότητα προβάλλει.

Προτάσεις

            Συμπερασματικά, τονίζουμε την ανάγκη να επανιδρυθεί και να αποκατασταθεί ο δημόσιος ακαδημαϊκός χαρακτήρας της μετεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών γιατί πιστεύουμε ότι τα Διδασκαλεία συνιστούν μια σημαντική δομή για τη διαρκή επιμόρφωση και τη διά βίου εκπαίδευση που πρέπει να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά για να επιφέρουμε ουσιαστικές και μακροχρόνιες αλλαγές στην εκπαίδευση, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός σχολείου που θα προωθεί καινοτόμες δράσεις, που θα καλλιεργεί τον κριτικό λόγο και θα αναπτύσσει την παιδαγωγική αυτονομία του εκπαιδευτικού.

Αξιολόγηση    του εκπαιδευτικού έργου

            Ο πολιτικοσυνδικαλιστικός χώρος που «καλύπτει» η Παράταξή μας, πάντα είχε και έχει σαφή και τεκμηριωμένη θέση για την αξιολόγηση – αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου.  Διαχρονικά βρισκόταν στην πρωτοπορία της υπεράσπισης της Παιδαγωγικής Ελευθερίας και της Δημοκρατίας στο Σχολείο. Με θέσεις και αγώνες μισού αιώνα αντιστάθηκε σε επιλογές που κατηγοριοποιούσαν εκπαιδευτικούς και σχολεία και «επέβαλε» αυτή του την αντίληψη στον χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. 

            Με τους αγώνες που έρχονται από τη δεκαετία του ’70 και τις σκληρές μάχες σε δύσκολες εποχές, συγκρούστηκε μετωπικά με τις πολιτικές των κυβερνήσεων που επιχειρούσαν με "εργαλεία" τον επιθεωρητή και τον "επιθεωρητισμό"  να φοβίσουν να τιμωρήσουν και να υποτάξουν τους εκπαιδευτικούς. Και ήταν αυτή η αντίσταση της Δημοκρατικής Παράταξης, που "επέβαλε" την απομάκρυνση των επιθεωρητών το 1982 και έδωσε βαθιά ανάσα Δημοκρατίας στο ελληνικό σχολείο τα τελευταία 35 χρόνια, επιτρέποντάς του να ζήσει μια πρωτόγνωρη παιδαγωγική ελευθερία. Ήταν η πρόταση της Δημοκρατικής Παράταξης αυτή που οραματίστηκε έναν σχολικό σύμβουλο συνεργάτη και βοηθό του εκπαιδευτικού και όχι νέο επιθεωρητή.

            Δεν ήταν εύκολη και ανέφελη η πορεία προς τη διασφάλιση όσων κατακτήθηκαν. Η Παράταξή μας ήταν αυτή που έχοντας της ευθύνη καθοδήγησης του κλάδου χρειάστηκε ν’ αντισταθεί το 1992 στην πρόθεση της τότε κυβέρνησης και των υπουργών Σουφλιά και Κούβελα να επιβάλουν ένα σύστημα αξιολόγησης στο Δημόσιο με μια λογική ποσοστώσεων, να συγκρουστεί το 1997 στους νόμους και τις ψηφισμένες διατάξεις του Αρσένη, που επιχειρούσαν να επιβάλουν στην εκπαίδευση το Σώμα Μονίμων Αξιολογητών, οργανωμένα και δυναμικά να αποτρέψει την επιχειρούμενη αυτοαξιολόγηση Διαμαντοπούλου το 2010 και τις προσπάθειες για τη βίαιη επιβολή της αξιολόγησης-χειραγώγησης Αρβανιτόπουλου το 2013. 

            Η Παράταξή μας έχει συγκεκριμένη θέση για την αξιολόγηση. Για μια αξιολόγηση η οποία δεν θα έχει καμία σχέση με τιμωρίες, με ποινές, με απολύσεις, με αργίες και διαθεσιμότητες.   Μιλάμε για μια αξιολόγηση που θα αποτιμά το παραγόμενο έργο στην εκπαίδευση, προκειμένου να βελτιώσει τους δείκτες της ποιότητας του και τελικά το προϊόν αυτό να είναι προς όφελος των παιδιών του σχολείου, του ελεύθερου και δημοκρατικού, του δημόσιου και δωρεάν. 

            Η αξιολόγηση που προτείνουμε πρέπει να λειτουργεί ως ανατροφοδοτικός μηχανισμός της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Να αξιολογεί το σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία (εκπαιδευτική πολιτική, υποδομές, αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, επιμόρφωση, συνθήκες άσκησης εκπαιδευτικού έργου, ρόλο του εκπαιδευτικού, συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τους γονείς, σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού και μια σειρά ακόμη παραγόντων), να κινείται στους άξονες προγραμματισμός, στοχοθεσία, παρακολούθηση και αξιολόγηση από συλλογικά όργανα (Σύλλογος Διδασκόντων σε συνεργασία με τον Σχολικό Σύμβουλο), να έχει στόχο την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού  έργου και τη βελτίωση του εκπαιδευτικού και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ταυτίζεται με διαδικασία βαθμολογικής κατάταξης. Η διαδικασία της αξιολόγησης οφείλει να απαντά στα εξής ερωτήματα : 

            Για μας η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου αφορά εκείνη τη διαδικασία που θα συνδέει το προϊόν της αξιολόγησης, είτε της σχολικής μονάδας, είτε της ευρείας περιφέρειας με μέτρα διορθωτικά σε διδακτική και παιδαγωγική κατεύθυνση. Η διαρκής επιμόρφωση, η πλήρης υλικοτεχνική υποδομή, ο συμβουλευτικός ρόλος των στελεχών της εκπαίδευσης, είναι κάποιες από τις δικλείδες που ασκούν προωθητικό ρόλο στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. 

            Ο εκπαιδευτικός και το έργο του  δεν κρίνονται  από μονοπρόσωπα αλλά από συλλογικά όργανα,  το δε αποτέλεσμα της κρίσης δεν είναι δυνατό να  χρησιμοποιείται ως πειθαρχικό μέτρο και να συνδέεται με την υπηρεσιακή, εξέλιξη του. Στον προγραμματισμό, στον σχεδιασμό και στην αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου βασική και καθοριστική είναι η συμμετοχή του Συλλόγου Διδασκόντων σε συνεργασία με το σχολικό Σύμβουλο.

            Με δεδομένα, το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει χωρίς καμία αξιολόγηση, την προκατάληψη και τις φοβίες που υπάρχουν για την εφαρμογή του θεσμού καθώς και το τεράστιο κίνημα λαϊκισμού που διαπερνά την ελληνική κοινωνία και επηρεάζει τους πάντες, πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους και ιδιαίτερα από τα εμπλεκόμενα μέρη, ότι για να εφαρμοστεί και ιδιαίτερα να πετύχει ένα  σύστημα αξιολόγησης, πρέπει να συζητηθεί και να τύχει της αποδοχής όλων. Από το  προϊόν της αξιολογικής διαδικασίας πρέπει να προκύπτει όφελος, ποιότητα και αναβάθμιση της ίδιας της εκπαίδευσης. 

            Μια τέτοιου είδους αξιολόγηση που όπως και η έρευνα του ΙΠΕΜ της Δ.Ο.Ε. απέδειξε, εφαρμόζεται  στο σύνολο των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων και όπου μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις είναι συνδεδεμένη με την εξέλιξη των εκπαιδευτικών. Σε κάθε περίπτωση όμως συνδέεται με επιμορφωτικές διαδικασίες.

            Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχτούμε τις λογικές που συνοψίζονται στο λαϊκίστικο σύνθημα "καμία αξιολόγηση, καμία αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου" γιατί πρόκειται για μια ρητορική, που αφ ενός στερείται πλήρως επιστημονικής τεκμηρίωσης και αφετέρου στερεί από τον κλάδο στρατηγικές κοινωνικές συμμαχίες που είναι απαραίτητες για την επιτυχή διεξαγωγή του αγώνα μας. Καμιά μάχη δεν μπορεί να κερδηθεί από έναν κλάδο, ο οποίος είναι περιχαρακωμένος σε μια συντεχνιακή λογική και μόνο έτσι αντιμετωπίζει την πραγματικότητα. 

            Υπάρχει κατηγορηματική διαφωνία με νομοθετήματα που στόχος τους δεν είναι η αναβάθμιση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου αλλά η χειραγώγηση των εκπαιδευτικών, η κατηγοριοποίηση των σχολείων και σε τελική ανάλυση η δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα μετατρέπουν τον εκπαιδευτικό σε ένα φοβισμένο, ευάλωτο και άβουλο όργανο που άκριτα και κάτω από τον φόβο τιμωρητικών διατάξεων θα δέχεται όσα του επιβάλλονται.

            Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση βέβαια, δεν μπορεί να αφορά μόνο τον εκπαιδευτικό και να έχει αυστηρά ελεγκτικό διοικητικό χαρακτήρα  απαλλάσσοντας την Πολιτεία από τις τεράστιες ευθύνες της. Ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως αυτός που ανά πάσα στιγμή χρειάζεται πολλαπλούς αξιολογητές, με τη δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του για να αποδώσει.

            Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν έχει ελεύθερους εκπαιδευτικούς είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να "βγάλει" ελεύθερους μαθητές-πολίτες.

            Δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι, με όλες μας τις δυνάμεις, σήμερα και στο διηνεκές, θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε την Παιδαγωγική ελευθερία και τη Δημοκρατία στα Σχολεία μας, το ίδιο αποτελεσματικά όπως και στο παρελθόν.    

Αποκέντρωση

Το εκπαιδευτικό μοντέλο που επικράτησε για αρκετές δεκαετίες στη χώρα μας συνοψίστηκε κυρίαρχα στη ρήση "Το Υπουργείο Παιδείας αποφασίζει και τα σχολεία υλοποιούν".

Υπήρξαν ασφαλώς όλα αυτά τα χρόνια και προσπάθειες να δρομολογηθεί η διαδικασία αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος, μέσω θεσμοθέτησης οργάνων και υπηρεσιών για την άσκηση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων σε περιφερειακό επίπεδο (Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, Παιδαγωγικές Υποστηρικτικές Υπηρεσίες κλπ).

Την ίδια περίοδο σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες προωθήθηκαν αλλαγές στην εσωτερική οργάνωση και διοίκηση του σχολείου που είχαν προσανατολισμό την παιδαγωγική και διοικητική αυτοτέλεια του σχολείου, αναθέτοντας στις σχολικές μονάδες τη σημαντική ευθύνη και τον καταλυτικό ρόλο, σε συνεργασία και με τις τοπικές κοινωνίες και φορείς (Τοπική Αυτοδιοίκηση), να αποφασίζουν και να αντιμετωπίζουν από κοινού θέματα και προβλήματα που αφορούν τη λειτουργία του σχολείου.

Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1990 μετά την ψήφιση και του Β’ βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και κάτω από την πίεση εξωτερικών οργανισμών στη δεκαετία του 2000 με την ένταξη μας στην ΟΝΕ, το ζήτημα της αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος στη χώρα μας τέθηκε στο επίκεντρο του εκπαιδευτικού και πολιτικού προβληματισμού αλλά και αντιπαλότητας που οξύνθηκε εξαιτίας του ρεύματος του κρατισμού που στάθηκε εμπόδιο να αναπτυχτεί ένας ουσιαστικός διάλογος για το παραπάνω ζήτημα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός  χαρακτήρας του σχολείου και να περιοριστούν σημαντικά οι δυνατότητες εσωτερικής ευελιξίας, αυτορρύθμισης, ανάπτυξης αυτενέργειας και καινοτομιών, διαμορφώνοντας ένα απόλυτα ομοιόμορφο προφίλ λειτουργίας για όλα τα ελληνικά σχολεία.

Ο απόλυτος συγκεντρωτισμός για τα θέματα της οργάνωσης του σχολείου ως αντίληψη έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του, ευθύνεται για μια σειρά δυσλειτουργιών και προβλημάτων και χρήζει ριζικής αναθεώρησης έτσι ώστε να επιδιώκει την ενίσχυση του ρόλου της τοπικής κοινωνίας και των εκπαιδευτικών φορέων που εμπλέκονται στη λειτουργία του σχολείου.

Τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για την αποκέντρωση της εκπαίδευσης. Υπάρχουν όμως διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται καθένας (Υπουργείο Παιδείας, κόμματα, Ο.Τ.Α.) τον όρο αποκέντρωση. Ο κλάδος μας στις αποφάσεις του ορίζει τα εξής: "Ως αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος νοείται η αποκέντρωση πρωτοβουλιών, δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων, που στόχο έχουν να αναδείξουν τη δυναμογόνο δράση του σχολείου ως ζωντανού οργανισμού, ανοιχτού στην κοινωνία, τον άνθρωπο, τη ζωή, και ικανού να αναβαθμίσει με τη δυναμική του την πολύπλευρη ανάπτυξη της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας και, συγχρόνως, να προσφέρει στην ίδια την κοινωνία πολίτες ελεύθερους, υπεύθυνους, δημοκρατικούς, κριτικά σκεπτόμενους και κοινωνικά συμμέτοχους."

Το να λειτουργήσει – τουλάχιστον γραφειοκρατικά – ένα διοικητικό πυραμιδικό σύστημα, ίσως, είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να φτάσει η αποκέντρωση στο ίδιο το σχολείο. Να ανοίξει το σχολείο στην κοινωνία και η κοινωνία να πλησιάσει το σχολείο. Καμιά καινοτομία δεν μπορεί να πετύχει αν επιβληθεί από τα πάνω αν δεν την αποδεχτούν οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές, οι γονείς. Θα πρέπει, λοιπόν, να διαμορφωθούν πολιτικές για την εκπαίδευση που θα είναι αποτέλεσμα διεργασιών κοινωνικής διαβούλευσης και όχι κεντρικά και από τα πάνω σχεδιασμένων όπως συμβαίνει σήμερα. Η διαβούλευση και οι σχετικές αποφάσεις με προσανατολισμό τη διοικητική αυτοτέλεια της σχολικής μονάδας και την εκπαιδευτική αποκέντρωση πρέπει να περιλαμβάνουν θεματικές περιοχές που να αφορούν:

Σαφέστατα τοποθετούμαστε υπέρ της αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων προς την περιφέρεια και κυρίως προς τη σχολική μονάδα και την εκπαιδευτική κοινότητα. Η αποκέντρωση, σε καμιά περίπτωση, δεν θα πρέπει να θίγει τον ενιαίο Δημόσιο και Δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και δεν μπορεί να σημαίνει την υπαγωγή των σχολείων στους Οργανισμούς Τοπικής και Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης.

 

 

Παιδεία και αυτοδιοίκηση

            Είκοσι ένα χρόνια μετά την προσπάθεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Βοιωτίας να υπαχθούν τα σχολεία στις υπηρεσίες της και δεκαεπτά χρόνια μετά την 2592/1999 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, η οποία έκρινε ύστερα από προσφυγή της ΔΟΕ, ότι η Παιδεία ανήκει ευθέως στις αρμοδιότητες του Κράτους και απέκλεισε  τη μεταφορά αρμοδιοτήτων σχετικών με αυτήν στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης οποιουδήποτε βαθμού,η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) με απόφαση του συνεδρίου της προσπαθεί επαναφέρει στην επικαιρότητα το ίδιο θέμα το οποίο έχει κριθεί οριστικά με την απόφαση του ΣτΕ!

            Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι όλοι οι σύνεδροι της ΚΕΔΕ γνωρίζουν τόσο το άρθρο 16 του Συντάγματος της Χώρας όσο και την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας αν και θα όφειλαν. Σε κάθε περίπτωση όμως, όλοι αντιλαμβάνονται πως η κατάθεση της πρότασής τους δεν οφείλεται σε ειλικρινές ενδιαφέρον για την Παιδεία αλλά μάλλον σε μια επιδίωξή τους να "εφαρμόσουν" με τον τρόπο που έχουν κάνει τόσα χρόνια στις υπηρεσίες τους και το σύστημα διορισμών στην εκπαίδευση. Με λίγα λόγια μάλλον εκλογικούς πελάτες ονειρεύονται...

            Αν το ενδιαφέρον τους για την παιδεία ήταν πραγματικό, μάλλον θα έπρεπε στο συνέδριό τους να αναζητούν τρόπους να διαθέτουν στα σχολεία έγκαιρα και χωρίς περικοπές τα λιγοστά μνημονιακά κονδύλια του κράτους, αλλά και να τα ενισχύουν με δικούς τους πόρους. Θα έπρεπε να αναζητούν τρόπους να φροντίζουν καλύτερα τις κτηριακές υποδομές, να εφοδιάζουν με καύσιμα ώστε να μην κρυώνουν οι μαθητές σε αίθουσες "ψυγεία", να διαθέτουν σωστά τα αναλώσιμα, να επιβλέπουν καλύτερα την καθαριότητα των εξωτερικών χώρων, να αναζητούν λύσεις για την φύλαξη των εγκαταστάσεων και την προστασία από βανδαλισμούς, να μειώσουν την γραφειοκρατία ώστε να μην ταλαιπωρούνται οι εκπαιδευτικοί που προσπαθούν να επιτελέσουν το έργο τους.

            Αντί όλων αυτών που με ελάχιστες εξαιρέσεις γίνονται με απαράδεκτο τρόπο από τους ΟΤΑ,"ονειρεύονται" μεταφορά των Νηπιαγωγείων στις αρμοδιότητές τους. Προφανώς για να τα λειτουργήσουν με τον "άψογο" τρόπο που οι ίδιοι διακαώς επιθυμούν, αλλά δυστυχώς για αυτούς οι πολίτες, γνωρίζουν...

            Δεν έχουμε κανενός είδους ανησυχία ότι η πρόταση αυτή μπορεί να έχει καμία απολύτως τύχη υλοποίησης. Είναι όχι μόνο αντισυνταγματική, αλλά και ανεφάρμοστη. Με τη στρατηγική, τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες μας δεν έχουμε αφήσει πεδίο σε κανέναν στο πλαίσιο του παρόντος Συντάγματος να αμφισβητήσει τον δημόσιο χαρακτήρα του Νηπιαγωγείου. Είναι όμως εξοργιστικό κάποιοι στην σημερινή εποχή να οραματίζονται ρουσφετολογικές δόξες του παρελθόντος!

            Οι εκπαιδευτικοί και η κοινωνία ολόκληρη αγωνιούν για την κατάσταση στην εκπαίδευση. Παλεύουν για δημόσια δωρεάν δεκατετράχρονη εκπαίδευση για όλα τα παιδιά, στα πλαίσια των επιταγών του Συντάγματος της Χώρας.

            Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, συνεχίζει να δίνει τον αγώνα για καλύτερη εκπαίδευση, για καλύτερο σχολείο. Είμαστε πάντα στην πρώτη γραμμή για να μην περάσουν τα σχέδια όσων επεξεργάζονται οπισθοδρομικές λύσεις. Όπως κάναμε το 1999 με την προσφυγή στο ΣτΕ που έβαλε φρένο στις επιδιώξεις των αμετανόητων, όπως κάναμε το 2006 με τον μεγάλο απεργιακό αγώνα που εξασφάλισε την υποχρεωτικότητα της προσχολικής αγωγής. Όπως κάνουμε στο παρόν και θα κάνουμε και στο μέλλον μέχρι να κερδίσουμε την δίχρονη υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά!

Αυτονομία σχολικής μονάδας

            Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη εποχή, της πολυπολιτισμικότητας, της ανοιχτής επικοινωνίας  και της κυριαρχίας των νέων τεχνολογιών, οι μαθητές προσέρχονται στα σχολεία με διαφορετικές ανάγκες γνωστικές, γλωσσικές, κοινωνικές, πολιτισμικές κλπ.

            Στόχος των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων είναι να καλύψουν τις διαφορετικές ανάγκες των μαθητών τους με αλλαγή των αντικειμένων (μαθημάτων), του περιεχομένου και της διδακτικής μεθοδολογίας. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό οφείλει να παίζει η σχολική μονάδα.

            Κάθε μια σχολική μονάδα λειτουργεί μέσα σε ένα διαφορετικό κοινωνικό-πολιτιστικό-οικονομικό πλαίσιο. Η μεγιστοποίηση της εξυπηρέτησης των διαφορετικών αναγκών  των μαθητών απαιτεί ευελιξία στα προγράμματα (στοχοθετικά) και τη δυνατότητα στη σχολική μονάδα να επιλέγει τους δικούς της δρόμους. Ο μετασχηματισμός της σχολικής μονάδας σε κοινότητα μάθησης προϋποθέτει την ενίσχυση της αυτονομίας της.

            Η παιδαγωγική αυτονομία της σχολικής μονάδας λοιπόν, αναφέρεται στη δυνατότητα διαμόρφωσης και προσαρμογής μέρους του αναλυτικού προγράμματος στις ανάγκες των μαθητών της. Ευέλικτο μαθησιακό περιβάλλον, βιωματική μάθηση, ενεργή συμμετοχή μαθητών, αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, εξατομικευμένη διδασκαλία, συνεκπαίδευση είναι το πλαίσιο λειτουργίας της σχολικής μονάδας -κοινότητας μάθησης- η οποία ανατρέπει τη συγκεντρωτική λογική ότι όλα τα σχολεία σε όλη την Ελλάδα διδάσκουν σε όλους τα ίδια, ανεξάρτητα αναγκών.

            Αυτό σημαίνει αναβάθμιση του ρόλου των Συλλόγων Διδασκόντων, που θα καθορίζουν, με βάση τις ανάγκες των μαθητών και τα τοπικά – περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, τους διδακτικούς στόχους της σχολικής τους μονάδας.

            Οι αλλαγές αυτές, συνδέονται άρρηκτα με την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που καλούνται να τα εφαρμόσουν, αλλά και με τις κατάλληλες προσαρμογές των εκπαιδευτικών υλικών και μέσων. Η σχολική μονάδα θα έχει τη δυνατότητα να έχει εξειδικευμένο εκπαιδευτικό σχέδιο με βάση τα χαρακτηριστικά του μαθητικού της πληθυσμού και τις δυνατότητες και υποδομές που διαθέτει. Να μπορεί να προγραμματίζει και να αξιολογεί τα αποτελέσματα της παρέμβασης και λειτουργίας της.

            Όλο αυτό θα λειτουργεί ανατροφοδοτικά για το σύνολο του εκπαιδευτικού έργου, για την αυτοεκτίμηση του εκπαιδευτικού, και θα ελέγχει την επιμορφωτική και υποστηρικτική πολιτική προς τον εκπαιδευτικό, τους πόρους και τις εκπαιδευτικές πολιτικές.

 

 

Διαπολιτισμική εκπαίδευση

            Η Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 εξ’ αιτίας των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στην περιοχή του βαλκανικού χώρου, της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, καθώς και των πολιτικών ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης έγινε χώρα εισροής χιλιάδων μεταναστών γεγονός που είχε ως συνέπεια από χώρα εξαγωγής μεταναστών να γίνει χώρα υποδοχής.

            Μπροστά στη νέα πραγματικότητα που δημιούργησε η αυξανόμενη δυναμική του φαινομένου της μετανάστευσης στον χώρο της εκπαίδευσης, το Υπουργείο Παιδείας από το 1996 και στο εξής προχώρησε στην κατοχύρωση και ανάπτυξη της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης με βάση σχετικούς νόμους και υπουργικές αποφάσεις.

Το πλαίσιο για την εκπαιδευτική πολιτική της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης αποτελεί ο Νόμος 2413/96 με βάση τον οποίον ιδρύθηκαν 26 σχολεία διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και προσδιορίστηκε ο σκοπός και το περιεχόμενο της λειτουργίας τους. Ο νόμος αυτός όμως στην πραγματικότητα έμεινε ανενεργός γι’ αυτό ακριβώς τα σχολεία αυτά αφέθηκαν στην τύχη τους.

Ταυτόχρονα, όλη αυτήν την περίοδο, θεσμοθετήθηκαν οι τάξεις υποδοχής, τα φροντιστηριακά τμήματα και εφαρμόστηκαν ποικίλα προγράμματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης πιλοτικού χαρακτήρα με κονδύλια του Β΄ και Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και φορείς υλοποίησης τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Ιωαννίνων. Οι δράσεις των παραπάνω προγραμμάτων είχαν παρεμβατικό χαρακτήρα και πρακτικό προσανατολισμό και αφορούσαν την παραγωγή ειδικού εκπαιδευτικού υλικού, την επιμόρφωση δασκάλων και την τοποθέτηση στα σχολεία μας δίγλωσσων ωρομίσθιων εκπαιδευτικών.

Τα προγράμματα αυτά όμως δεν είχαν συνέχεια αλλά και η πολιτική του Υπουργείου Παιδείας στα θέματα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης κινήθηκε σε αποσπασματικό επίπεδο και συχνά αντιφατικό και ανακόλουθο με αποτέλεσμα οι αρχικές προσδοκίες για την ποιοτική ανάπτυξη της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στη χώρα μας να μην ευοδωθούν και τα προβλήματα στο χώρο αυτό να ενταθούν.

Οφείλουμε πάντως να παραδεχτούμε ότι η διαπολιτισμική εκπαίδευση που γεννήθηκε από την ανάγκη εξεύρεσης λύσης στα πολλά εκπαιδευτικά προβλήματα και γενικότερα στα προβλήματα κοινωνικοποίησης των παιδιών των μετακινούμενων πληθυσμών, που στην συντριπτική πλειοψηφία τους προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, δεν πρέπει να εξαντλείται σε συγκεκριμένα θεσμικά εκπαιδευτικά μέτρα, αλλά πρέπει να διαπερνά όλη τη σχολική ζωή. Γι’ αυτό τον λόγο είναι αναγκαίες οι θεσμικές αλλαγές στο περιεχόμενο της λειτουργίας του σχολείου έτσι ώστε να προκύπτουν πολιτισμικές συνθέσεις που να δίνουν τη δυνατότητα στο μαθητή να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας.

Συμπεράσματα-Προτάσεις

Για να ανταποκριθούν τα διαπολιτισμικά σχολεία στον πολυεπίπεδο ρόλο τους απαιτούνται μια σειρά μέτρα όπως:

Ανάλογες παρεμβάσεις απαιτούνται και σε σχολικές μονάδες στις οποίες φοιτά υψηλό ποσοστό αλλοδαπών μαθητών προκειμένου να γίνει πιο αποτελεσματική η ενσωμάτωση αυτών των μαθητών στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι της χώρας μας. Επίσης είναι απαραίτητη η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση θεμάτων που συνδέονται με τον τρόπο λειτουργίας των τάξεων υποδοχής και των φροντιστηριακών τμημάτων.

 

 

Μετατάξεις

            Έχουν περάσει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από την ψήφιση και την εφαρμογή του Ν.4172/13 (Αύγουστος 2013) με τον οποίο έγιναν σε μια νύχτα με τον γνωστό απαράδεκτο τρόπο, από το γραφείο του τότε Υπουργού Παιδείας Αρβανιτόπουλου, οι υποχρεωτικές μετατάξεις των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων της Δευτεροβάθμιας στην Πρωτοβάθμια.

 Η οργανική – οριστική τοποθέτηση των εκπαιδευτικών σε σχολικές μονάδες, προάγει το δικαίωμα της εργασιακής τους ασφάλειας αλλά και το δημόσιο συμφέρον, αφού το παρεχόμενο από αυτούς εκπαιδευτικό έργο συνεχίζεται με ευνοϊκότερες συνθήκες υπέρ των μαθητών, καθώς αποτρέπεται η διαρκής αλλαγή εκπαιδευτικών ανά διδακτικό έτος στις σχολικές μονάδες, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τις προσωρινές τοποθετήσεις των εκπαιδευτικών που παραμένουν στη διάθεση των ΠΥΣΠΕ.

Με το ΦΕΚ 2131/2016 έγινε κατανομή οργανικών θέσεων των ειδικοτήτων κλάδων ΠΕ06-Αγγλικής Γλώσσας, ΠΕ11-Φυσικής Αγωγής και ΠΕ16-Μουσικής σε σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και πραγματοποιήθηκαν οι τοποθετήσεις των κοινών ειδικοτήτων.

Με την εγκύκλιο μεταθέσεων 2017-2018 των εκπαιδευτικών Π.Ε., οι μεταταγμένοι εκπαιδευτικοί των μη κοινών - νέων ειδικοτήτων ΠΕ19/20, ΠΕ32, ΠΕ08, ΠΕ07 και ΠΕ05 στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, κλήθηκαν και πάλι να υποβάλλουν αιτήσεις οριστικής τοποθέτησης ή και μετάθεσης, καθώς πλέον έχουν ήδη συσταθεί και οι 2.223 οργανικές θέσεις τους ανά ΠΥΣΠΕ σύμφωνα με το ΦΕΚ 3391/τΒ΄/20-10-2016).

Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει άμεσα να αποκαταστήσει την άδικη αντιμετώπιση και την εργασιακή ομηρία των συναδέλφων και να προχωρήσει χωρίς άλλες καθυστερήσεις στην απόδοση των οργανικών θέσεων - που έχουν ήδη συσταθεί ανά ΠΥΣΠΕ - σε σχολικές μονάδες, καθώς και στην οριστική – οργανική τοποθέτηση των μεταταγμένων εκπαιδευτικών των μη κοινών - νέων ειδικοτήτων ΠΕ19/20, ΠΕ32, ΠΕ08, ΠΕ07 και ΠΕ05 της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

 

 

Αναμοριοδότηση σχολικών μονάδων

            Η μοριοδότηση των σχολικών μονάδων ίσως για κάποιους που δεν έχουν μεγάλη επαφή με την εκπαιδευτική πραγματικότητα να φαίνεται ως ένα θέμα μικρής σημασίας, σε σχέση μάλιστα με τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική εκπαίδευση στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Για ένα μεγάλο όμως τμήμα της εκπαιδευτικής κοινότητας αποτελεί δικαιολογημένα κορυφαίο ζήτημα καθώς συναρτάται με αυτό, μια σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με την οικογενειακή, κοινωνική και οικονομική ζωή των εκπαιδευτικών.

            Η προσέγγιση του ζητήματος θα πρέπει να γίνει με σοβαρό, υπεύθυνο και τεκμηριωμένο τρόπο, ώστε να δημιουργηθούν οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις να μην υπάρχει αίσθημα αδικίας.

            Η αναμοριοδότηση των σχολικών μονάδων θα πρέπει να αξιοποιηθεί σωστά ώστε να μπορέσουν να διορθωθούν στρεβλώσεις και λάθη, τα οποία έχουν αναδειχτεί στα προηγούμενα χρόνια. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες (Υπουργείο, υπηρεσιακά συμβούλια, σύλλογοι εκπαιδευτικών) να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Το συγκεκριμένο θέμα δεν προσφέρεται ούτε για αντιπαραθέσεις ούτε για πολιτικά ή μικροπαραταξιακά παιχνιδάκια. Όλοι θα πρέπει να αντιληφθούμε το βάρος της ευθύνης που αναλαμβάνουμε και να φανούμε αντάξιοι του ρόλου μας.

            Είναι βέβαιο, πως αν κάποιοι  προσπαθήσουν να προσεγγίσουν το θέμα έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους προσωπικά ή τοπικιστικά χαρακτηριστικά, θα οδηγηθούμε σε εντελώς λανθασμένες αποφάσεις που θα δημιουργούν αδικίες μεταξύ συναδέλφων. Στόχος όλων πρέπει να είναι ένα δίκαιο, διάφανο και καθόλου γραφειοκρατικό σύστημα που δεν θα αφήνει καμία απολύτως σκιά ή πικρία.      

Προτείνουμε:

           

 

Νέο Δίκτυο Δομών Υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου        

            Με μια "πανηγυρική" εκδήλωση - ημερίδα, παρουσίασε το Υπουργείο Παιδείας την πρότασή του για το Νέο Δίκτυο Δομών Υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου και αφού είχε στείλει την πρόταση μόλις μία ημέρα πριν, στις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες, προκειμένου να την επεξεργαστούν (!!!) και να τοποθετηθούν επί του σχεδίου της κυβέρνησης. Στην εκδήλωση δεν δόθηκε καμία ερμηνεία για τις ασάφειες και τις γενικότητες του κειμένου και ουσιαστικά παρουσιάστηκαν μόνο όσα αναφέρονται στο κείμενο.

            Ανεξάρτητα όμως από τη στάση της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας και του κ. Γαβρόγλου, η πρόταση που κατατέθηκε επί της ουσίας είναι πρόχειρη, προβληματική και υπονομεύει τη λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης. Διαπνέεται από μία λογική συγχωνεύσεων και συγκεντρωτισμού και φαίνεται ότι έρχεται για να χωρέσει στο "μνημονιακό κοστούμι" που έχει ράψει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για την εκπαίδευση.

            Μία πρόταση, που δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα, δεν υπογράφεται από καμία επιστημονική ομάδα, δεν τεκμηριώνεται με παράθεση βιβλιογραφίας, δεν αναφέρεται σε καλές πρακτικές που τυχόν έχουν προκύψει από την εφαρμογή της σε κάποιο περιβάλλον. Είναι προφανές πως κάποιοι "ξερόλες" παρατρεχάμενοι, αποφάσισαν να ολοκληρώσουν το έργο, ερήμην της Πανεπιστημιακής αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας, λες και η εκπαίδευση αφορά μόνο τους ίδιους και τις ιδεοληψίες τους.

            "Ανακαλύπτουν" την αποκέντρωση και την αυτονομία της σχολικής μονάδας, με καθυστέρηση πολλών χρόνων και ξανά λανθασμένα και αφού παλαιότερα στα "ξέγνοιαστα" χρόνια της "ανέμελης" αντιπολίτευσης στο πλαίσιο της επαναστατημένης τους αριστεροσύνης, προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τους όρους, διαστρεβλώνοντάς τους, κακοποιώντας και στοχοποιώντας τους.

            Μιλούν στο σχέδιο κειμένου για αποκέντρωση και στην ουσία κάνουν το αντίθετο. Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. δίπλα στην Περιφέρεια της Εκπαίδευσης και την κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά Διεύθυνση Εκπαίδευσης, υποβαθμίζουν τον αποκεντρωτικό και υποστηρικτικό ρόλο που θα μπορούσε να έχει προς τις σχολικές μονάδες οποιαδήποτε δομή. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα ενώ η επιμόρφωση που ουσιαστικά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την κατεύθυνση της, παραμένει σύνθημα και ευχή.

            Μιλούν στο σχέδιο κειμένου για αυτονομία και στην ουσία κάνουν το αντίθετο. Αναθέτουν ένα σημαντικό κομμάτι των δομών σε μια περιφερειακή διοίκηση που ο ρόλος της έως τώρα, δεν μας αφήνει περιθώρια να ελπίζουμε ότι και η νέα δομή θα έχει άλλο προσανατολισμό πέρα από την προώθηση του σχεδιασμού της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, όπως στενά θέλουν να προωθούν οι εκάστοτε υπουργοί παιδείας, σε μια περιφερειακή διεύθυνση εκπαίδευσης που ουσιαστικά δεν απαντά στις πραγματικές ανάγκες και σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργεί και ως τροχοπέδη.

            Υλοποιούν σκληρή πολιτική συγχωνεύσεων - συνενώσεων δομών, χωρίς ουσιαστική επεξεργασία, απλά και μόνο για να εξοικονομηθεί προσωπικό. Τα ΚΕ.ΣΥ ουσιαστικά καταργούν και συγχωνεύουν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΠΛΗΝΕΤ, τα ΚΕΣΥΠ, τους Σταθμούς Συμβουλευτικής Νέων και με τη σύνθεση που αποκτούν από τα πρώην στελέχη αυτών των φορέων καθώς και την «επιλογή» με οργανική θέση ή με απόσπαση εκπαιδευτικών με μόλις πενταετή θητεία, αποκτούν μια «χύμα» λειτουργία. Θα έχει πραγματικό ενδιαφέρον να μας τεκμηριώσουν τη συνύπαρξη των διαγνωστικών διαδικασιών Ειδικής Αγωγής και της Πληροφορικής υποστήριξης των εργαστηρίων των Η/Υ σε αυτή τη δομή. Πώς ταιριάζουν μεταξύ τους;

            Ξαναβαπτίζουν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης σε ΚΕΑ "χώνοντας" εκεί τους υπεύθυνους των άλλων καινοτόμων δράσεων με μοναδικό σκοπό την εξοικονόμηση θέσεων εργασίας.

            Μας ανησυχεί ιδιαίτερα η "πρόβα" συνενώσεων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με το πρόσχημα των κοινών υποστηρικτικών δομών, όπως και η συμμετοχή στον Προγραμματισμό και Απολογισμό των σχολικών μονάδων, που πραγματοποιεί ο Σύλλογος Διδασκόντων, μελών ΔΕΠ, κοινωνικών και πολιτιστικών φορέων(!!!). Η συμμετοχή των γονέων μέσα από τα συλλογικά τους όργανα είναι προϋπόθεση ολοκληρωμένης λειτουργίας στην εκπαίδευση, αποκτά όμως διαφορετική διάσταση όταν λαμβάνουν μέρος στην αυτοαξιολόγηση και τις προτάσεις παιδαγωγικού σχεδιασμού και δράσεων των εκπαιδευτικών και της σχολικής μονάδας.

            Συνενώσεις, συγκεντρωτισμός, γραφειοκρατία και «περίεργοι συνεταίροι» αποτελούν την πολιτική για τις Νέες Δομές, που θα φέρει ανασφάλεια, αναποτελεσματικότητα και υποβάθμιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Με αυτή την πολιτική δεν μπορεί να δημιουργηθεί ισχυρή δημόσια εκπαίδευση που να λειτουργεί προς όφελος των μαθητών και της ελληνικής κοινωνίας.

 

 

Συνενώσεις - συγχωνεύσεις Πανεπιστημιακών σχολών

            Στην  Σύνοδο των Προέδρων και Κοσμητόρων των Παιδαγωγικών Τμημάτων και Σχολών, που πραγματοποιήθηκε στις 7 και 8 Οκτωβρίου 2017, συζητήθηκε η δημιουργία διευρυμένων Σχολών Αγωγής και Εκπαίδευσης, συνδεδεμένη με την παράλληλη ενοποίηση του χώρου εκπαίδευσης από τη βρεφική ηλικία έως τη διά βίου εκπαίδευση και κατάρτιση.

            Οι Πρόεδροι των Παιδαγωγικών Τμημάτων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης των Πανεπιστημίων εκφράστηκαν στην πλειονότητά τους θετικά για την ένταξη τμημάτων ΤΕΙ Προσχολικής Αγωγής, με την προϋπόθεση ότι η ενδεχόμενη ένταξη τμημάτων ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια θα γίνει αποδεκτή με όρους που περιλαμβάνουν τη θεσμική διασφάλιση των διαφορετικών τύπων επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τους, τη δυνατότητα δημιουργίας αντίστοιχων τμημάτων ή κατευθύνσεων σε όλες τις Σχολές Αγωγής και Εκπαίδευσης των Πανεπιστημίων και την εξασφάλιση ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών πόρων.

            Ταυτόχρονα, το "Δίκτυο πρακτικών ασκήσεων τμημάτων προσχολικής εκπαίδευσης" με ανακοίνωσή του αναφέρει πως η εκπαίδευση στην Χώρας μας κατηγοριοποιεί τις ανάγκες μικρών παιδιών και δεν αντιμετωπίζει ολόπλευρα την εκπαίδευσή τους και ουσιαστικά προτείνει η εκπαίδευση στις μικρές ηλικίες να αντιμετωπίζεται ενιαία στις ηλικίες 0-8!!!

            Είναι ακατανόητο όμως να μην προτείνεται η ενοποίηση της παρεχόμενης προσχολικής αγωγής, στη βρεφική, προνηπιακή και νηπιακή ηλικία, μέσω της κοινής στοχοθεσίας και των ενιαίων προγραμμάτων σπουδών και να προβάλλεται η "οργανωτικού" τύπου ενοποίηση των τμημάτων και των σχολών, στη λογική της εξυπηρέτησης συντεχνιακών συμφερόντων και επαγγελματικών δικαιωμάτων.

            Είναι πραγματικά τραγικό, η Πανεπιστημιακή κοινότητα που στο μεγαλύτερο ποσοστό της, αδιαφορεί για τα προβλήματα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, που με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις έμεινε, βουβή, και άφαντη σε αυτό που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση, για το μόνο που δείχνει να ενδιαφέρεται είναι να διευρύνει συντεχνιακά και αντιεπιστημονικά, το πεδίο επιρροής της και να εμπλακεί με κάθε τρόπο σε όσα περισσότερα προγράμματα προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις!

            Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα, το Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας  μέσω ψηφίσματός του να τονίζει: "Η ενοποίηση δύο διακριτών επιστημονικών χώρων αποτελεί το έναυσμα για την περαιτέρω απορρύθμιση  και την αποδιοργάνωση  των επαγγελματικών προσόντων και κατ επέκταση των επαγγελματικών  δικαιωμάτων  τα οποία  απορρέουν  από τους εν λόγω χώρους. Αυτό σημαίνει  πως  μια  τέτοια  στρατηγική επιλογή,  αλλάζει άρδην  το τοπίο  των εργασιακών προοπτικών  και   σχέσεων των αποφοίτων  μας αλλά και των επιστημονικών πεδίων  στα οποία  δραστηριοποιούμαστε. Πέραν λοιπόν του ότι δεν βοηθάει  κανέναν από τους δύο, επιπλέον βλάπτει αυτούς που πρέπει  να υπηρετεί: στην περίπτωσή μας τα παιδιά" και ταυτόχρονα η Σύνοδος των Προέδρων και Κοσμητόρων να συμφωνεί στα εντελώς αντίθετα, με μοναδική εξαίρεση το Παιδαγωγικό τμήμα προσχολικής του Πανεπιστημίου Κρήτης που εναντιώθηκε στην απόφαση!

            Αυτοί που έχουν ως αποστολή την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών των παιδιών του ελληνικού λαού, δεν έχουν το δικαίωμα να φέρονται με αυτό τον τρόπο, όταν μάλιστα στις θέσεις που κατέχουν βρέθηκαν εξαιτίας των διαχρονικών αγώνων του κλάδου για την ανωτατοποίηση των σπουδών των εκπαιδευτικών.

            Όλα αυτά, σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον θα συζητιούνταν πιθανώς κάτω από άλλους όρους. Τη στιγμή όμως που με τεράστια κυβερνητική ευθύνη, το ζήτημα της προσχολικής εκπαίδευσης από δεδομένο μέχρι σήμερα, έχει γίνει αντικείμενο αντιπαράθεσης και θέμα προς διερεύνηση και διάλογο, όπως δηλώνει και ο Υπουργός Παιδείας, θεωρούμε ότι όλες αυτές οι σκέψεις και συζητήσεις έχουν συγκεκριμένη στόχευση, η οποία μας βρίσκει κατηγορηματικά αντίθετους.

            Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ εκπαιδευτικών Π.Ε. καλεί:

 

 

Νέες διατάξεις υπουργείου Παιδείας (πολυνομοσχέδιο)

            α. σχολικές μεταβολές

            β. υποχρεωτικό εργασιακό ωράριο εκπαιδευτικών

            γ. λήψη απόφασης απεργίας

            Η ψήφιση των άρθρων σχετικά με το ωράριο παραμονής στο Σχολείο των Εκπαιδευτικών και τις συγχωνεύσεις Σχολικών Μονάδων, για ακόμη μία φορά με τη μέθοδο του αιφνιδιασμού, αποκαλύπτει ότι η εθνικολαϊκή συμμαχία των δυνάμεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που αυταρέσκεται να εμφανίζεται, ότι εκφράζει και εφαρμόζει πολιτικές στον χώρο της εκπαίδευσης της "δήθεν πρώτης φοράς αριστεράς", δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να:

            Ξεχωριστό θέμα, πραγματικός "λεκές" που δεν πρόκειται να σβήσει όσα χρόνια και αν περάσουν, αποτελεί η ρύθμιση για τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Ότι δεν τόλμησαν και οι πιο συντηρητικές κυβερνήσεις ακόμα και να σκεφτούν, οι πρόθυμοι και υπάκουοι, πρώην "ασυμβίβαστοι" ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το κάνουν χωρίς καμία απολύτως ντροπή!!!

            Επιχειρηματολογούν μάλιστα ξεδιάντροπα περί της ορθότητας της απόφασης τους, οι ίδιοι που έχουν ψηφιστεί από ένα ποσοστό πολύ μικρότερο του 50% για να κυβερνήσουν! Οι ίδιοι αναγνωρίζουν στον εαυτό τους τη δυνατότητα να κυβερνούν ενώ για την απεργία χρειάζεται το 50% των μελών για να αποφασιστεί!!

            Ο Πρωθυπουργός της Χώρας δεν χρειάζεται για να εκλεγεί, το 50% του συνόλου των Ελλήνων, το χρειάζεται όμως η εξαγγελία μιας απεργίας!! Έτσι αντιλαμβάνονται τα πράγματα οι πρώην μνημονιοσκίστες...

 

Αξιολόγηση μαθητών

            Hσημερινή μορφή της αξιολόγησης του μαθητή στο δημοτικό σχολείο συνεχίζει να αναπαράγει την παραδοσιακή - ξεπερασμένη παιδαγωγική αντίληψη, καθώς:

            Όπου υπάρχει βαθμολόγηση, υπάρχει εκτός από επιτυχία και αποτυχία. Αποτυχία σημαίνει ματαίωση, συμπλέγματα συνοδευμένα με έντονο άγχος και άλλες αρνητικές καταστάσεις.

            Η ταξινόμηση των μαθητών μέσα από την αξιολόγηση, πολλές φορές δεν ανατρέπεται εφ’ όρου ζωής. Η βαθμολογία ευνοεί τους κοινωνικά ευνοημένους, αφού οι μαθητές έρχονται στο σχολείο με τις μορφωτικές δυνατότητες που τους δίνει η κοινωνική τάξη, που τους δίνουν οι γονείς τους και το σχολείο είναι έτσι φτιαγμένο, ώστε να βαθμολογεί πολλές φορές τα κοινωνικά προνόμια ως ευφυΐα.

            Στις μέρες μας η ανάγκη υιοθέτησης εναλλακτικών μορφών αξιολόγησης είναι πλέον επιτακτική. Στο εναλλακτικό πλαίσιο αξιολόγησης εντάσσεται και η περιγραφική αξιολόγηση, η οποία έχει την έννοια της ποιοτικής έκφρασης του μαθητή, αλλά και της διαδικασίας μάθησης που ακολούθησε, προκειμένου να φθάσει σε συγκεκριμένη επίδοση (Ανάλυση περιγραφής των ικανοτήτων, των αδυναμιών, των επιτευγμάτων του, τα ενδιαφέροντα, οι ανάγκες του, καλλιέργεια  κριτικής σκέψης κλπ.).

            Η περιγραφική αξιολόγηση του μαθητή:

Η περιγραφική μορφή αξιολόγησης προκειμένου να καταστεί λειτουργική και όχι επιφανειακή, απαιτεί:

           

 

 

 

 


Share
X

Right Click

No right click